πλάσει

πλάσει
πλάσις
moulding
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πλάσεϊ , πλάσις
moulding
fem dat sg (epic)
πλάσις
moulding
fem dat sg (attic ionic)
πλάσσω
form
aor subj act 3rd sg (epic)
πλάσσω
form
fut ind mid 2nd sg
πλάσσω
form
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κλάιβ, Ρόμπερτ — (Robert Clive, Μάρκετ Ντρέιτον 1725 – Λονδίνο 1774). Άγγλος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Βρετανικής αυτοκρατορίας των Ινδιών. Σε ηλικία 18 ετών υπηρέτησε στις Ινδίες ως κατώτατος υπάλληλος της Βρετανικής Εταιρείας… …   Dictionary of Greek

  • κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • Αζραήλ — Ο άγγελος του θανάτου στη μουσουλμανική θρησκεία. Αποστολή του είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ο Α., όπως γράφει το Κοράνι, είναι ο αγαπημένος άγγελος του Θεού, γιατί όταν έστειλε τέσσερις αγγέλους να του φέρουν χώμα για να πλάσει τον… …   Dictionary of Greek

  • Άρχερμος — (α’ μισό 6ου αι. π.Χ.).Γλύπτης από τη Xio. Καλλιτέχνης περιωπής φαίνεται πως ήταν και ο πατέρας του Μικκιάδης και οι γιοι του Άθηνις και Βούπαλος. Στον Ά. αναφέρεται ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό τόλμημα: φιλοτέχνησε μια φτερωτή Νίκη. Σε μια εποχή… …   Dictionary of Greek

  • Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ζωγράφος, Παναγιώτης — (19ος αι.). Λαϊκός ζωγράφος από τη Μάνη. Είναι γνωστός από τις εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης που φιλοτέχνησε (1836 39) κατά παραγγελία του στρατηγού Μακρυγιάννη. Πληροφορίες για τη ζωή του δεν υπάρχουν. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει μόνο πως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”